σκευαγωγώ

σκευαγωγώ
-έω, ΜΑ [σκευαγωγός]
1. συγκεντρώνω μαζί τα σκεύη, τά δένω και τά μεταφέρω («τούτῳ πεισθέντες μικρὸν ὕστερον σκευαγωγεῑν ἐκ τῶν ἀγρῶν»)
2. μτφ. ανυψώνομαι, ανέρχομαι («σήμερον ἡ ἀνθρώπινος φύσις σκευαγωγεῑται εἰς οὐρανόν», Θεοδ. Αλ.)
μσν.
λεηλατώ, λαφυραγωγώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκευαγώγημα — τὸ, Μ [σκευαγωγῶ] άμαξα για τη μεταφορά εμπορευμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”